Ν.ΝΙΚΗΤΑΡΙΔΗΣ
Ο Δημήτρης Τσαφέντας γεννήθηκε στις 14/1/1918 στη Μοζαμβίκη. Πατέρας του ήταν ο Μιχάλης Τσαφέντας ή Τσαφεντάκης από τα Χανιά της Κρήτης και μητέρα του η Αμέλια Γουίλιαμς, μιγάδα από τη Μοζαμβίκη. Σε ηλικία τριών χρονών, ο Δημήτρης στάλθηκε να ζήσει με τη γιαγιά και τη θεία του στην Αλεξάνδρεια, κι ύστερα ο πατέρας του τον πήγε στη Νότιο Αφρική, όπου είχε παντρευτεί μια Ελληνίδα.
Από τα δεκάξι του άρχισε να δουλεύει όπου έβρισκε. Τη δεκαετία του ΄30 έγινε μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Νοτίου Αφρικής. Περίπου τότε μπάρκαρε σε υπερωκεάνια, αλλά άρχισε να εμφανίζει ψυχωτικά επεισόδια, με αποτέλεσμα για σύντομα χρονικά διαστήματα, να νοσηλεύεται σε διάφορες χώρες. Μεταξύ άλλων έμεινε για έξι μήνες στη Νήσο Έλις στη Νέα Υόρκη όπου του διαγνώστηκε σχιζοφρένεια. Όταν εν συνεχεία εγκαταστάθηκε και πάλι στη Νότια Αφρική μιλούσε ήδη οκτώ γλώσσες, οπότε εργάστηκε ως μεταφραστής.
Σύμφωνα με τους φυλετικούς νόμους του Απαρτχάιντ, ο Τσαφέντας ήταν λευκός. Όμως επειδή είχε σκούρο δέρμα αντιμετώπιζε συνεχώς ρατσιστικά σχόλια και κοροϊδίες. Ως λευκός απαγορευόταν να παντρευτεί γυναίκα μη λευκή, έτσι κάποια στιγμή ο Τσαφέντας ζήτησε να καταχωρηθεί ως ¨έγχρωμος¨, προκειμένου να παντρευτεί τη μιγάδα φίλη του, ωστόσο η αίτηση του απορρίφθηκε. Το γεγονός αυτό μάλλον τον κλόνισε ιδιαίτερα και σε συνδυασμό με την άθλια κατάσταση που έβλεπε γύρω του στη χώρα λόγω του Απαρτχάιντ άρχισε να σκέφτεται πώς θα μπορούσε να αναλάβει δράση… Έτσι, το μεσημέρι της 6/9/1966, όταν ο 65χρονος πολιτικός Χέντρικ Βερβόερντ μπήκε στην αίθουσα συνεδριάσεων του κοινοβουλίου και κατευθύνθηκε προς το γραφείο του πρωθυπουργού, ο Τσαφέντας όρμησε πάνω του και τον μαχαίρωσε τέσσερις φορές στο στήθος, ρίχνοντας τον νεκρό στο πάτωμα.
Αμέσως μετά τη σύλληψη του, στην ανάκριση δήλωσε πως : ¨Ήθελα να δω μία κυβέρνηση που να εκπροσωπεί όλο τον λαό της Νότιας Αφρικής. Η Εθνικιστική Κυβέρνηση δεν το κάνει αυτό και ήθελα να δω μια αλλαγή. Δεν σκέφτηκα τις συνέπειες για μένα, δεν το σκέφτηκα δεύτερη φορά. Ήμουν τόσο αηδιασμένος από τη ρατσιστική πολιτική που απλώς αποφάσισα να δολοφονήσω τον πρωθυπουργό¨.
Στο δικαστήριο αστυνομικοί κατέθεσαν πως κατά την ανάκριση είχε αναφέρει ότι μέσα στη κοιλιά του είχε ένα σκουλήκι που του μιλούσε… Με βάση αυτή τη μαρτυρία, ο δικαστής αποφάνθηκε πως ο Τσαφέντας ήταν σχιζοφρενής και θεωρήθηκε αθώος για το έγκλημα της δολοφονίας. Φυλακίστηκε με ένα νόμο που επέτρεπε μόνο στον πρόεδρο της χώρας να διατάξει την απελευθέρωσή του, κάτι που δεν έγινε ποτέ. Έτσι πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του έγκλειστος παρόλο που δεν είχε καταδικαστεί ως εγκληματίας. Το κελί του βρισκόταν ακριβώς δίπλα από ένα δωμάτιο ομαδικών εκτελέσεων δι΄ απαγχονισμού. Οι κραυγές και ο ήχος της κρεμάλας κλόνισαν τα νεύρα του, με αποτέλεσμα να μπαινοβγαίνει διαρκώς στα ψυχιατρεία των φυλακών.
Ο ίδιος δεν μετάνιωσε ποτέ για την πράξη του. Το 1994 φέρεται να είπε σε δύο Έλληνες ιερείς που τον επισκέφθηκαν : ¨Ένοχος είσαι όχι μόνο όταν διαπράττεις ένα έγκλημα, αλλά και όταν δεν κάνεις τίποτα για να το εμποδίσεις εφόσον σου δίνεται η ευκαιρία¨.
Πέθανε στην ψυχιατρική κλινική-φυλακή Στέρκφονταϊν στις 7 /10/1999 από πνευμονία. Κηδεύτηκε παρουσία ελάχιστων δημοσιογράφων και 4 Ελλήνων. Ακόμα και οι συγγενείς του όλα αυτά τα χρόνια τον θεωρούσαν τρελό. Ωστόσο, μετά τη δολοφονία που διέπραξε, είχαν αρχίσει σταδιακά να γίνονται θετικές μεταρρυθμίσεις στους νόμους του Απαρτχάιντ, μέχρι που το 1991 η ρατσιστική νομοθεσία καταργήθηκε οριστικά και το 1994 ο Νέλσον Μαντέλα έγινε ο πρώτος μαύρος πρόεδρος της Νότιας Αφρικής.
Το 1999, επιτράπηκε στην Νοτιοαφρικανή σκηνοθέτιδα Λίζα Κέι να πραγματοποιήσει δύο τηλεοπτικές συνεντεύξεις με τον Τσαφέντα για ένα ντοκιμαντέρ με τίτλο ¨A Question of Madness¨. Η Kέι ανέφερε την εκδοχή ότι η πράξη του Τσαφέντα δεν ήταν μια τυχαία πράξη ενός παράφρονα, αλλά στην πραγματικότητα ήταν μια πολιτική δολοφονία.
Στο βιβλίο ¨The Man Who Killed Apartheid : The Life of Dimitri Tsafendas¨, ο ερευνητής – συγγραφέας Χάρης Δουσεμετζής και ο δημοσιογράφος Τζέρι Νούγκραν κατέγραψαν στοιχεία στα οποία αποδεικνύεται ότι ο Τσαφέντας ήταν στην πραγματικότητα ακτιβιστής και υπέρμαχος των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ενώ τα δικαστήρια της Νότιας Αφρικής τον έκριναν αθώο ως παράφρονα γιατί αυτό συνέφερε τις πολιτικές σκοπιμότητες.