Μιχάλης Μπίσκος*
Πως η Γιαγιά μας άλλαζε το παραμύθι της, ανάλογα με τα δεδομένα εκείνης της στιγμής, έτσι και η «Πράσινη Μετάβαση» άρχισε σταδιακά να αλλάζει το αφήγημά της που είχε καθοριστεί από την Ευρώπη πριν από περίπου μία δεκαετία.
Ας πάρουμε όμως τα γεγονότα από την αρχή. Η Ευρώπη από πολύ νωρίς είχε βάλει τον πολύ υψηλό στόχο της ώστε να γίνει «κλιματικά ουδέτερη» μέχρι το 2050, καταργώντας παράλληλα σταδιακά την χρήση των ορυκτών καυσίμων που συμβάλλουν στην κλιματική αλλαγή.
Είναι δε γεγονός; ότι η «Πράσινη Μετάβαση» της Ευρώπης στην προ πανδημική περίοδο ακολουθούσε γοργούς ρυθμούς ανάπτυξής, και ένα μεγάλο μέρος των πόρων του «Ταμείου Ανάκαμψης» ήταν προσαρμοσμένο σε αυτήν την κατεύθυνση.
Ωστόσο, πριν περίπου δύο χρόνια όταν ξέσπασε ο πόλεμος στην Ουκρανία με τις κυρώσεις στη Ρωσία από την Δύση και με την προσπάθεια της Ευρώπης για απεξάρτηση από το Ρωσικό φυσικό αέριο, όλα μαζί πυροδότησαν μια με χωρίς προηγούμενο ενεργειακή κρίση.
Με τις τότε συγκυρίες οι τιμές των ορυκτών καυσίμων εκτοξεύθηκαν λόγω της μειωμένης προσφοράς τους και της αυξημένης ζήτησης τους, ενώ κάθε φορά που δημιουργήθηκαν ξανά τα ίδια φαινόμενα, είχαμε και πάλι μία νέα επαναλαμβανόμενη κρίση στην ενέργεια.
Από την άλλη μεριά, η χρήση των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ) έχουν μία «στοχαστικότητα», και δεν είναι σε θέση για να προσφέρουν συνεχή ομαλή λειτουργία, γιατί εξαρτώνται από τις επικρατούσες καιρικές συνθήκες, είτε πρόκειται για φωτοβολταϊκά είτε για αιολικά πάρκα.
Το πρόβλημα αυτό δεν πρόκειται να επιλυθεί, παρά μόνον όταν αναπτυχθεί η τεχνολογία συσσωρευτών μεγάλης χωρητικότητας για την αποθήκευση της ενέργειας. Δυστυχώς όμως, απέχουμε ακόμη αρκετά χρόνια από αυτές τις τεχνολογίες σε ότι αφορά την εκμετάλλευση σε μεγάλη κλίμακα.
Κατά συνέπεια όλοι μας βιώνουμε μία ενεργειακή κρίση που έχει ξεσπάσει με τις τιμές του ηλεκτρισμού, του πετρελαίου και προπαντός του φυσικού αερίου, να εκτινάσσονται στα ύψη και με χωρίς καμία προοπτική επανάκαμψης τουλάχιστον στο άμεσο μέλλον, όπως δηλώνουν και οι πιο αισιόδοξες προβλέψεις για αποκλιμάκωση των τιμών.
Για άλλη μία φορά η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν μπόρεσε να δώσει λύση, παγιδευμένη στους μηχανισμούς της, θέτοντας τους Ευρωπαίους καταναλωτές της μπροστά σε αλλεπάλληλες ενεργειακές κρίσεις, που ως φαίνεται θα ακολουθήσουν και τα επόμενα χρόνια.
Είναι βέβαιο ότι οι θεωρητικοί των Βρυξελλών που σχεδίασαν την περιβόητη Ευρωπαϊκή «Πράσινη Μετάβαση» απέτυχαν παταγωδώς, γιατί δεν είχαν υπολογίσει το ιλιγγιώδες απαιτούμενο κόστος αυτής της μετάβασης, με τις σημερινές επικρατούσες συνθήκες και οι αστοχίες τους με τα λάθη τους διαχρονικά αποδεικνύονται τραγικά.
Αγνόησαν και υποτίμησαν την αυξανόμενη ζήτηση που σήμερα υπάρχει στις ενεργειακές μας ανάγκες και δεν προ νόησαν πως θα την καλύψουν σωστά, την ώρα που οι Ανανεώσιμες Πήγες Ενέργειας (ΑΠΕ) τεχνολογικά ακόμη δεν είναι σε θέση να τις αντικαταστήσουν.
Όμως στην Ευρώπη εκτός από τον ελλιπή σχεδιασμό της στη «Πράσινη Μετάβαση», οι επί πλέον λόγοι που οι τιμές της ενέργειας έχουν ξεφύγει τελείως, είναι η αύξηση της ζήτησης στο φυσικό αέριο έχοντας μειωμένη προσφορά και με έλλειμμα αποθήκευσης, καθώς επίσης και η επιστροφή στο καύσιμο του λιγνίτη που εκτόξευσε τις τιμές των ρύπων.
Με τα σημερινά δεδομένα προβλέπεται ότι, η ζήτηση για πετρέλαιο, φυσικό αέριο και γαιάνθρακα ακόμη δεν έφθασε στο ανώτατο σημείο της. Άρα, θα είναι τεράστιος και ο αντίκτυπος στη θερμοκρασία του πλανήτη μαζί με το κόστος προσαρμογής σε πλημμύρες, καταιγίδες, καύσωνες και ερημοποίηση.
Το βασικό σενάριο που επικρατεί σε όλες τις αναλύσεις, προβλέπει ότι η ζήτηση και για τα τρία ορυκτά καύσιμα θα φθάσει στο αποκορύφωμά της έως το 2030 με μία αύξηση της κατανάλωσης του πετρελαίου μέχρι τη δεκαετία του 2030, ενώ οι καταναλωτές θα καίνε περισσότερο φυσικό αέριο μέχρι και την δεκαετία του 2040.
Η θερμοκρασία της Γης προβλέπεται ότι θα αυξηθεί κατά 3,1 βαθμούς Κελσίου πάνω από τα προβιομηχανικά επίπεδα, εάν οι κυβερνήσεις δεν κινητοποιηθούν πιο ενεργά, σύμφωνα με τον ΟΗΕ. Αυτό είναι πολύ πάνω από τον στόχο του 1,5 βαθμού Κελσίου βάσει της Συμφωνίας του Παρισιού του 2015.
Η σκληρή πραγματικότητα των παραπάνω αριθμών είναι ότι οι πράσινες πολιτικές απαιτούν δυσθεώρητα δημοσιονομικά κόστη που συνεχώς αυξάνονται. Για αυτόν τον λόγο και η Ελληνική Κυβέρνηση πρόσφατα αποφάσισε να γίνει πιο πραγματιστής, βάζοντας ρεαλιστικούς στόχους και προκρίνοντας στην παρούσα φάση μία πιο συντηρητική πολιτική.
Είναι ίσως η πρώτη φορά που η Ελληνική Κυβέρνηση, από τους πιο πιστούς οπαδούς της πράσινης Ευρωπαϊκής ατζέντας, που καθιστά με τόσο σαφή τρόπο ότι ήρθε η ώρα να γίνουμε πιο ρεαλιστές.
Τα πράγματα όμως από την άλλη μεριά χειροτερεύουν διαρκώς, καθώς η Κομισιόν, αγνοώντας ότι με το τρόπο αυτό θέτει σε κίνδυνο την ίδια τη Λαϊκή αποδοχή της «Πράσινης Μετάβασης», βγάζει συνεχώς νέες Οδηγίες, τα κόστη των οποίων δεν είχαν συνυπολογιστεί. Επομένως, τα νούμερα θα πρέπει να διορθωθούν και οι πολιτικές να προσαρμοσθούν.
Ανεξαρτήτως του πως θα εξελιχθούν οι ρύποι στις επόμενες δεκαετίες, οι κλιματικές επιπτώσεις θα συνεχίσουν να είναι παρούσες στο εν λόγω διάστημα. Η κλιματική αλλαγή σήμερα μας επιβάλει εκ των πραγμάτων την ποθούμενη «Πράσινη Μετάβαση», όμως αυτή η μετατόπιση από τις σημερινές ρυπογόνες πηγές ενέργειας σε καθαρές πηγές (όπως είναι οι ΑΠΕ), συμβάλει στην δημιουργία ανά διαστήματα σε νέες ενεργειακές κρίσεις, ανάλογα με την εκάστοτε επικρατούσα προσφορά και ζήτηση αυτών των ρυπογόνων πηγών.
Έτσι την μια χρονιά μπορεί οι καταστροφές από πλημμύρες, καταιγίδες, καύσωνες και ερημοποίηση να στοιχίσουν το 2% του ΑΕΠ της χώρας και την άλλη καθόλου. Δεν γνωρίζουμε πότε και πως θα μας χτυπήσει, αλλά πρέπει να είμαστε έτοιμοι. Χρειάζεται έμφαση στην πρόληψη, προσαρμογή και στις σχετικές δαπάνες. Η Ευρώπη όμως δεν έχει δώσει επαρκή έμφαση στο θέμα αυτό.
Η μείωση της εξάρτησης από τα ορυκτά καύσιμα είναι σημαντικός πυλώνας της «Πράσινης Μετάβασης» αφενός, γιατί η καύση τους συνδέεται κυριαρχικά με το πρόβλημα των εκπομπών και η χρήση τους με αυτό της ανάλωσης μη ανανεώσιμων φυσικών πόρων που δεν είναι απεριόριστοι. Αφετέρου όμως, έχει και μεγάλη γεωπολιτική σημασία, καθώς η Δύση γενικά δεν διαθέτει τέτοιους φυσικούς πόρους και τους οποίους πρέπει να εισάγει από τρίτες χώρες πλούσιες σε αυτούς όπως η Ρωσία και άλλες αναπτυσσόμενες κατά βάση οικονομίες.
Συμπερασματικά, η σύγκρουση Ρωσίας – Δύσης και η εξελισσόμενη ενεργειακή κρίση φέρνουν στο φως τις υφιστάμενες ανισορροπίες στη δομή του νέου παραγωγικού μοντέλου που απειλούν την ειρήνη και την βιωσιμότητα της πράσινης οικονομίας, όπως αυτή σχεδιάστηκε.
Καταλήγοντας το παραμύθι της Γιαγιάς για την «Πράσινη Μετάβαση», συμπεραίνεται ότι λόγω της παρατεταμένης ενεργειακής κρίσης, είναι εμφανής η κόπωση που παρουσιάζει σήμερα η Ευρώπη σχετικά με την «Πράσινη Μετάβαση» όπως την έχει σχεδιάσει και το ερώτημα που τίθεται είναι, κατά πόσο τελικά θα μπορέσει αυτή η σημερινή Ευρώπη, να φέρει εις πέρας τον πολύ υψηλό στόχο που έχει θέσει για το 2050.
* Ο Μιχάλης Μπίσκος είναι Πολιτικός Μηχανικός
και Πρόεδρος του Συλλόγου Ελλήνων Καϊρου.